αμέλεια

αμέλεια
Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν επιδιώκει ούτε αποδέχεται –όπως στην περίπτωση του δόλου– ένα αποτέλεσμα που αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, αλλά και δεν το αποτρέπει, όπως θα όφειλε. Η α. μπορεί να είναι συνειδητή, δηλαδή το άτομο που ενεργεί ή παραλείπει να πράξει κάτι γνωρίζει ότι από αυτή την ενέργεια ή την παράλειψη είναι ενδεχόμενο να προκύψουν συνέπειες που αποδοκιμάζονται από το δίκαιο, δεν φροντίζει όμως να τις αποτρέψει. Στην περίπτωση της μη συνειδητής α., αντίθετα, δεν υποψιάζεται καν αυτό το ενδεχόμενο, αν και θα όφειλε να το γνωρίζει ή τουλάχιστον να το υποθέτει κατά την κοινή συναλλακτική πείρα. Κατά το ρωμαϊκό δίκαιο και τα νεότερα που έχουν διαμορφωθεί υπό την επιρροή του, γινόταν διάκριση πολλών βαθμών α.: βαριάς, ελαφριάς και α. σε περιπτώσεις ιδιαίτερης επιμέλειας: custodia. Τη διάκριση βαριάς και ελαφριάς α. αναγνωρίζει και το ισχύον δίκαιο, το οποίο υιοθετεί τον κανόνα της ευθύνης του οφειλέτη για δόλο και για κάθε μορφή α., εκτός από ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες η ευθύνη από α. είναι περιορισμένη (π.χ. σε σχέσεις όπου προέχει ο οικογενειακός δεσμός, σε περίπτωση διοίκησης αλλότριων κλπ.). Στο ποινικό δίκαιο η α. αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις του καταλογισμού της κολάσιμης πράξης. Α. καταλογίζεται, κατά τον ελληνικό Π.Κ. (άρθρο 28), σε εκείνον ο οποίος, από έλλειψη της οφειλόμενης κατά τις περιστάσεις αλλά και δυνατής γι’ αυτόν προσοχής, δεν προείδε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προήλθε από μια πράξη ή παράλειψή του ή ακόμα προείδε ότι αυτό θα μπορούσε να επέλθει, αλλά πίστεψε ότι δεν θα συνέβαινε (συχνά παρατηρείται σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες της α. και του ενδεχόμενου δόλου). Γενικά, η α. μπορεί να οριστεί ως παράβαση του καθήκοντος που έχει ο άνθρωπος να τηρεί ορισμένη συμπεριφορά εξαιτίας των αξιόποινων συνεπειών, ως προς ορισμένο αποτέλεσμα το οποίο θα επέφερε η τυχόν παράλειψη αυτού του καθήκοντος. Επιβάλλεται συνεπώς στον καθέναν ένα ελάχιστο αντικειμενικά προσδιορισμένο όριο προσοχής και επιμέλειας. Η α. διαβαθμίζεται και εδώ κατά τη διάκριση της άνευ συνειδήσεως και εν συνειδήσει α. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η α. δεν επισύρει πάντοτε τον ποινικό κολασμό. Τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα προϋποθέτουν γενικά ύπαρξη όχι απλής α., αλλά δόλου, και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται κατ’ εξαίρεση από τον νόμο τιμωρούνται ορισμένα πλημμελήματα που διαπράττονται από α. Ο κανόνας αυτός αναστρέφεται ως προς τα πταίσματα, τα οποία τιμωρούνται γενικά και όταν διαπράττονται από α.
* * *
η (Α ἀμέλεια) [ἀμελὴς (Ι)]
έλλειψη φροντίδας, ενδιαφέροντος και προσοχής, παραμέληση, αδιαφορία
νεοελλ.
(ως νομικός όρος) απροσεξία που συνεπάγεται ποινή
«φόνος εξ αμελείας», χωρίς πρόθεση, χωρίς δόλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμελείᾳ — ἀμελείᾱͅ , ἀμέλεια never mind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέλεια — never mind fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέλεια — η 1. έλλειψη φροντίδας, αδιαφορία, ολιγωρία: Η αμέλεια του ανθρώπου αυτού δεν έχει όρια. 2. (νομ.), ο νόμος μιλά για αδικήματα «από αμέλεια», για να χαραχτηρίσει εκείνα που δε γίνονται από πρόθεση: Ο τραυματισμός έγινε από αμέλεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμελείας — ἀμελείᾱς , ἀμέλεια never mind fem acc pl ἀμελείᾱς , ἀμέλεια never mind fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελείαι — ἀμελείᾱͅ , ἀμέλεια never mind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελειῶν — ἀμέλεια never mind fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελείαις — ἀμέλεια never mind fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελείης — ἀμέλεια never mind fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελείῃ — ἀμέλεια never mind fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελίης — ἀμέλεια never mind fem gen sg (epic ionic) ἀμελία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”